στίβω — Ν βλ. στείβω … Dictionary of Greek
στίβω — βλ. στύβω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στιβῶ — στιβάζω tread upon fut ind act 1st sg (attic epic ionic) στιβέω tread pres subj act 1st sg (attic epic doric) στιβέω tread pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίβω — στίβος trodden way masc nom/voc/acc dual στίβος trodden way masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίβῳ — στίβος trodden way masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίβωι — στίβῳ , στίβος trodden way masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίβωσις — ώσεως, ἡ, Α [στιβῶ (II)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στιβώ (II) 2. κολασμός … Dictionary of Greek
στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… … Dictionary of Greek
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek
αστίβητος — ἀστίβητος, ον (AM) ο αστιβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στιβώ («πατώ, περιπατώ») < στίβος] … Dictionary of Greek